ταπεινοτέρα

ταπεινοτέρα
ταπεινοτέρᾱ , ταπεινός
low
fem nom/voc/acc comp dual
ταπεινοτέρᾱ , ταπεινός
low
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταπεινοτέρᾳ — ταπεινοτέρᾱͅ , ταπεινός low fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινότερα — ταπεινός low neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέρας — ταπεινοτέρᾱς , ταπεινός low fem acc comp pl ταπεινοτέρᾱς , ταπεινός low fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέραν — ταπεινοτέρᾱν , ταπεινός low fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • Τζόνσον, Λίντον — (Johnson, Στόουνγουολ, Τέξας 1908 – Τέξας 1973). Αμερικανός πολιτικός, 36ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιος καλλιεργητών, που καταστράφηκαν από μια μεγάλη οικονομική κρίση, άρχισε να εργάζεται σε ηλικία 9 ετών και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκ, Λέοναρντ — (Frank, Βούρτσμπουργκ 1882 – Μόναχο 1961). Γερμανός συγγραφέας. Άσκησε, μέχρι το 1920, τα ταπεινότερα επαγγέλματα και το 1933 κατέφυγε στη Γαλλία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Aπό εκεί γύρισε το 1950. Είναι ο συγγραφέας έξοχων μυθιστορημάτων και… …   Dictionary of Greek

  • ταπεινοτέραις — ταπεινός low fem dat comp pl ταπεινοτέρᾱͅς , ταπεινός low fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”